Μαύρ’ ἡ Νύχτα ἁπλωτὸ τὸ φακιόλι της ρίχνει,
καὶ μὲ σκότος σκεπάζει τὴν γῆ.
Σὰν διαμάντια γυαλίζουν χιλιάδες της λύχνοι
στ’ οὐρανοῦ τὴν σιγή.
Οὐδὲ φύλλο κουνιέται σ’ ἐκειὸ τὸ καλάμι,
ποῦ πενθεῖ πὰ στὸν ὄχθο γυρτό.
Τὸ νερὸ βαρετὰ δρασκελᾷ τὸ ποτάμι,
σὰν μολύβι χυτό.
Ταὶς χαραὶς καὶ ταὶς λύπαις ἐντάμα κοιμίζει
μέσ’ στὰ μαῦρά τ’ ὁ Ὕπνος φτερά.
Τὸ σαράκι μονάχ’ ἀγρυπνάει καὶ τρίζει
στὰ παλῃὰ πατερά.
Καὶ μαζὶ τ’ ἀγρυπνάει, κι’ ἀλέθει, καὶ στρέφει
μέσ’ στὰ στήθια μ’ ὁ πόνος πικρά· –
ἄχ! νὰ ‘τέλειωνε μιὰ τὴν ζωή, ποῦ τὸν θρέφει,
νὰ τ’ ἀφήσῃ νεκρά!
Painting : Alexandre Cabanel-echo-1874