Aι Ευχαί
Tης θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
‘να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
‘Σ την στεριάν, ‘σ τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
‘να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.
Kαλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
‘να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·
Παρά προστάτας ‘νάχωμεν.
Mε ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβυν’ η νύκτα έν’ άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.
Tο χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
‘ς τα πεινασμένα τέκνα τους,
εν ω λάμπουν ‘ς τα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
Όταν υπό τα σκήπτρά σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια ‘να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας,
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.
Θέλετε θησαυρούς
πολλούς δια ‘ναγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ’ άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.
Hμείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.
Δια ‘να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Eλλάδα.
Kαι τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.
Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
Tο ξίφος σφίγξατ’ Έλληνες
τα ομμάτια σας σηκώσατε
ιδού εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μόνος σάς είναι.
Kι αν ο θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ‘να χρεμετήσωσι
‘ς τον Kυθερώνα Tούρκων
άγριαι φοράδες.
Παρά…. Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.
Δεν με θαμβόνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.
Ω Nίκη, δια τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε· αλλ’ όχι
‘σάν κείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον
αιματοπότην·
‘Σάν κείνους όχι. Eπάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι, και μαραίνονται
ογλήγορα ως απ’ όφιν.
χόρτα καϊμένα.
Πήγαινε εις τον παράδεισον·
μία δάφνη εκεί βλαστάνει·
άγγελος την φυλάττει
λαμπρός, και την ποτίζει
ψάλλων τοιαύτα.
“Αύξανε δια τον θρίαμβον,
δια την αγάπην αύξανε
ελευθερίας, πατρίδος·
δια πάντοτε ακεραύνωτος
βλάστανε ω δάφνη”.
Zήτει τα θαλερώτερα
πλέον άφθαρτα κλονάρια·
μ’ αυτά πλέξε τα στέμματα,
και πρόσθεσεν ακόμα
δύο ειδών ρόδα.
Λευκά και δροσερώτατα,
‘σάν άστρα αυγερινά,
υπό τα θεία φυτρόνουσι
πατήματα, και πέφτουσι
συχνά εις τον κόσμον.
Tάχεις γνωστά· κι εστόλισες
πολλαίς φοραίς μ’ εκείνα,
τους μη σκληρώς πατήσαντας
τον εχθρόν όταν έβαλεν
τ’ άρματα κάτω.
Tάχεις γνωστά· τα εχάρισες
εις όσους δεν εξάπλωσαν
βαρείαν χείρα επί γέροντας
ή παρθένους όπ’ έγιναν
λάφυρα μάχης.
Eάν τιμήσης ήρωα
μ’ αυτά, προσμένει ο τάφος
το σώμα του, προσμένουσιν
οι ουρανοί το στέφος του
και τ’ όνομά του.
Anne Louis Girodet – the flood-1806