Μάνα γιατί παρακαλάς…
Άλλο μην κλαίς πια, φτάνει.
Μάνα, σου το ‘πα, πως εγώ
δε θέλω να αλλάξω.
Σου το ‘πα πως θα αρνηθώ
τον ψεύτικο μου κόσμο.
Ορκίστηκα και στο Θεό,
μάνα, γλυκιά μου μάνα.
Ορκίστηκα να περπατώ
κοιτάζοντας τον ήλιο.
Μη σέρνοντας τα πόδια μου,
το βλέμμα μες το χώμα.
Έζησα μόνο μια φορά,
έπεσα στην παγίδα.
Μιλούσα με ποιήματα.
Μιλούσα με τραγούδια.
Το ξέρω πως θα λαβωθώ,
το ξέρω, θα ματώσω.
Κατάλαβέ με, δεν μπορώ
να ζήσω άλλη μέρα,
μέρα χωρίς στον ουρανό
να λάμπει φως δικαίου.
Φως γεμάτο όνειρα.
Φως γεμάτο χρώμα.
Μάνα αυτή αγάπησα.
Τη λεν’ Ελευθερία.
Μαζί της θέλω πια να ζω,
μαζί της να πεθάνω.
Το ξέρω πως οι άρχοντες,
πολιτικών αγέλες,
είναι αυτοί, που προσπαθούν
να σπάσουν τη μιλιά μου.
Να σπάσουνε το είναι μου.
Να χάσω τη φωνή μου.
Κατάρες πια να μην μπορώ
να ξεστομίζω όρκους.
Μάνα μην κλαις…
Το ήξερες.
Μάνα μη κλαίς…
Σταμάτα.
Κι εσύ πατέρα, αγέρωχε,
Αγκάλιασε την ,σφίξε.
Σφίξ’ την μαζί με το Θεό,
δωσ’ της να καταλάβει.
Πως η ζωή, δεν έχει πια σκοπό,
χωρίς ελευθερία.
Νίκος Τσίντρος
Sascha Schneider-feeling of dependency-1894