Λιθοξόος Άνεμος (Νίκος Τσίντρος)

Ελευθερία (Νίκος Τσίντρος)

Χαμόγελο,
το φως του ήλιου χάρισε,
στα μονοπάτια τα κρυφά,
στα ευλαβικά τα άνθη,

κρύβοντας τα κόκκινα
τα δάκρυα του μόχθου.
Και τον ιδρώτα, γέροντα.
Και τον καρπό του λόγου.

Ο λόγος σου
μαύρη θάλασσα.
Μαρμάρινα λύσσας άλογα,
θυμού και υπερηφάνειας.

Με αίμα ο λόγος άνθισε
και πότισε το πνεύμα.
Φωνές ,καρδιές ηχήσανε,
σαν κάλεσμα καμπάνας.

Με αίμα τα χέρια βάφτηκαν
και η ψυχή με σκόνη.
Το αίμα είχαν για νερό
και τη ψυχή για βόλι.

Στο στήθος το Ελληνικό,
ζωή χαρίσαν, πόνο.
Πόνο γεμάτο λευτεριά.
Πόνο γεμάτο χώμα.

Τώρα…

Περιπλανιέται ο λόγος σου
ανάμεσα στα πεύκα,
στα κυπαρίσσια τα ψηλά,
στον άνεμο, στους βράχους.

Όλοι ξεχάσαν πως χρωστούν
τη δάφνη της ψυχής τους,
στα τάγματα των εκλεκτών
νεκρών της σωτηρίας.

Και τώρα ζουν ελεύθεροι
στο αιμογδαρμένο χώμα.
Φόβος ουδείς μες στις σκιές,
στο λόγο και στις πράξεις.

                          Και τώρα που ζουν ελεύθεροι,

στο άκουσμα της λέξης,
Ελευθερία, Έλληνες,
απλώς, ελευθερία,

τα μάτια τους πετούν φωτιά,
με μίσος τα γεμίζουν.
Στο στόμα τους μολύβι, σίδερο
και η γροθιά θεριεύει.

Πλάσματα περίεργα, σαθρά,
που γράφουν και διαβάζουν.
Που έχουν νόμους, ηθική,
που έχουν ιστορία.

Όχι, αυτοί δεν είναι Έλληνες.
Είναι παιδιά του κόσμου.
Είναι παιδιά του άναρχου,
της ψεύτικης παιδείας.

Είναι απλώς αμόλυντα,
από του όπλου ζώνη,
από της πείνας το θεριό,
απ’ της σκλαβιάς την κόρη.

Τον πόνο δε γνωρίσανε.
Γυρίζουν το κεφάλι,
μην τους ματώσει η καρδιά,
σα δουν πως λάθος έχουν.

Νίκος Τσίντρος

………. Alphonse Osbert In The Evening’s Tranquility (1897)

Leave a Comment