Στην άσφαλτο σ’ έριξε νεκρό, μολύβι σκλαβωμένο.
Ελευθερία έψαχνε, φώλιασε στην καρδιά σου.
Σου έκλεψε το χαμόγελο, σου έσβησε το μέλλον.
Μέλλον γεμάτο όνειρα, με ήλιο διψασμένο.
Σε έκλαψαν αμίλητοι.
Σε θάψαν μες το χώμα.
Με σιδερένια δάκρυα, σου στόλισαν το σώμα.
Φίλοι, γονείς, μοναχικοί, του λόγου όλοι φίλοι.
Φίλοι ανύπαρκτοι, ψυχροί, μάτια φωτιάς αγέλη.
Σ’ αφήσανε και φύγανε να νιώθεις μόνο κρύο.
Το κρύο να χεις συντροφιά.
Το κρύο για αγάπη.
Μα ο αέρας σ’ αγαπά με τη φωνή μητέρας.
Τη φύση προστάζει, τα στοιχειά.
Τον άνεμο σαρώνει.
Τώρα
Χίλιοι ανέμοι μάχονται το χώμα σου ν’ αρπάξουν και τα δεσμά του νεκρικού, να σπάσουν, ν’ αποτάξουν.
Θέλουν ελεύθερος να ρθείς, τη μάνα ν’ αγκαλιάσεις.
Φιλί γλυκό, πνοής ευχαριστώ, αγάπης καλημέρα.
Πες της, θα ‘σαι πάντα εκεί, το ξέρει, στην καρδιά της, παρέα με το χαμόγελο, παρέα με τον ήλιο.
Πες της πως θα βρίσκεσαι σε κάθε μια ματιά της.
Πες της πως θα οδηγείς το χρώμα στην καρδιά της.
Πες της πως το όνειρο δεν έσβησε ακόμα.
Το όνειρο είναι ζωντανό και παραμένει κρίνος.
Και με πνοή παρηγοριάς ανέβα όλες τις σκάλες, χάδι να δώσεις στοργικό στο μοναχό πατέρα, που σαν το χαμό σου άκουσε, φοβήθηκε ο αέρας.
Φοβήθηκε ο ουρανός.
Φοβήθηκε κι ο ήλιος.
Και τ’ αστέρια χάθηκαν απ’ τη θωριά ανθρώπου, γιατί χαρίσανε το φως στη νύχτα τη μοιραία.
Τώρα
Περπάτα ελεύθερος στους δρόμους της Αθήνας.
Στους δρόμους που ερωτεύθηκες.
Σ’ αυτούς τους γκρίζους δρόμους.
Στην πόλη που ορφάνεψε.
Στη ματωμένη πόλη.
Νίκος Τσίντρος
Painting : “The Rider of Death” Arnold Böcklin.