Σάλτα ρε μάγκα στον τεκέ
και κάνε μου παρέα.
Βαρύ σεκλέτι φούμαρα
και χάλασα τα γούστα
κι όλα γιατί την έχασα
για πάντα μου, δερβίση.
Φίλε μου πιες, κερνάω εγώ
και μη φοβάσαι σούρα.
Όταν η καρδιά σπαρακτικά
τα κυβερνάει ούλα,
ούτε πιοτό, ούτε καβγά
φοβίζει το σεργιάνι.
Οι δρόμοι μας γνωρίζουνε
και η χαραυγή μας ξέρει.
Σ ευχαριστώ βρε φίλε μου
καρντάση, παλικάρι.
Πες μου, την ήξερες αυτήν
γυναίκα ξελογιάστρα;
Ήταν εδώ που σύχναζε,
με κόκκινη φουστίτσα,
με τα μελαχρινά μαλλιά
και τη ματιά σταρίσια.
Μαρία τη φωνάζανε,
με το κορμί φιδίσιο.
Αχ! κι είχε μια φωνή,
γατίσια, αλά γκρέκα.
Πόσο θα’ θελα μάγκα μου
να ‘χα κουρσάρα φίνα.
Να σουλατσάρω στα στενά,
φουλ στα Πόρτο φίνα.
Φίλε, με κούρσες και λεφτά,
δε βρίσκεις μια Μαρία.
Το θηλυκό σε άφησε
γιατί δε σ’ αγαπούσε.
Έμαθα ερωτεύτηκε
και έφυγε στα ξένα.
Δεν σ’ τα παν σωστά, καρντάση μου.
Την είδα στην Αθήνα.
Είναι με πλούσιο αγκαλιά
και ζει εις την κολίνα
Το χρήμα ερωτεύτηκε,
αγάπησε το χρήμα.
Πάντως το δίκιο θα σου δω,
έφυγε στα ξένα.
Για ξένο κόσμο σάλπαρε
και ξέχασε εμένα.
Και ξέχασε τα όνειρα
στου κρεβατιού τη ράχη.
Φίλε, μη φύγεις, κάθισε
και κάνε μου παρέα.
Ο πόνος, με τα λόγια σου,
θα λιγοστέψει μάνι .
Βάλε κρασί και μοίρασ’ το
σε τέσσερα ποτήρια.
Ένα για σένα, φίλε μου
κι ένα για τη Μαρία.
Ένα για μένα το φτωχό,
τον μάγκα, τον αγύρτη.
Και του Θεού, δερβίση μου,
βαλ’ του το πιο μεγάλο.
Νίκος Τσίντρος
κολίνα (λόφος στα ιταλικά= Κολονάκι)
Painting : The Opium Smokers-1887- Gaetano Previati