Χαραγμένοι Στίχοι (Νίκος Τσίντρος)

Η πληρωμή (Νίκος Τσίντρος)

Αίμα στον τοίχο έρεε,
ζεστό και προσκυνούσε,
στα πόδια του μελαχρινού,
αμούστακου παιδιού μου.

Κλαίγοντας το μάζεψα,
το φύλαξα στο στήθος
και με τα χέρια έσκαψα
κι έθαψα τον πόνο.

Το δολοφόνο ήξερα
και μίλαγα μαζί του.
Ήτανε χρόνια σκοτεινά,
ο κόσμος τον φοβόταν.

Προδότης κι αιμοσταγής,
των Γερμανών εργάτης.
Στο τοίχο έστησε παιδιά,
γέρους και παλικάρια.

Όλοι μέσα στο χωριό,
φοβόμασταν τις μπότες του,
το δάκτυλο, το στόμα του,
τη βρώμικη ψυχή του.

Ο πόλεμος τελείωσε
και όλοι περιμέναν,
αυτόν σε δίκη να τον δουν,
στο τέλος κρεμασμένο.

Με χρήμα, όμως, αγόρασε
αυτός την εξουσία
και μπόρεσε και ξέφυγε,
από ανθρώπου δίκη.

Χρόνια επέρασαν πολλά
και η ψυχή μου έπαψε,
να περιμένει στην αυγή,
τον ήλιο του δικαίου.

Τετάρτη ήταν σκοτεινή,
που έμαθα το νέο.
Ο γιος του προδότη βρέθηκε
στο αίμα του πνιγμένος.

Κανένας δε λυπήθηκε
που έχασε το γιο του.
Και το χωριό εγέμισε
χαμόγελα, εμπρός του.

Αυτός με θλίψη έπινε,
με θλίψη περπατούσε
κι έθαψε μονάχος του
το γιο του, μες τη λύπη.

Χρυσό του έβαλε σταυρό
και χώμα αγιασμένο.
Με τα δικά του δάκρυα,
επότισε τα άνθη.

Οι μήνες πέρασαν χωρίς
χαμόγελο να βγάλει
και η ημέρα έφτασε,
λόγο να εκφωνήσει.

Σαν άρχοντας, που ήτανε,
έπρεπε να μιλήσει.
Με λέξεις υπερήφανες,
για τους νεκρούς πολέμου.

Φόρεσε το χαμόγελο,
εντύθηκε σαν άνδρας.
Σαν αυτούς που σκότωσε,
απλώς κοιτάζοντας τους.

Φόρεσε ευαίσθητη χροιά,
λόγια πονεμένα.
Ξεφώνιζε λέξεις ήρωα,
αλάβωτες στο χρόνο.

Τεντώνοντας το δάκτυλο,
ορθώνοντας το σώμα,
άρχισε το διάβασμα,
απ’ την πελώρια πλάκα.

Πλάκα μαρμάρινη, πλατιά,
με αίμα σμιλευμένη.
Φορτωμένη ονόματα,
του γένους του ανθρώπου.

Αυτών που πέσανε νεκροί,
αθάνατοι, στο χώμα.
Από τη μπότα Γερμανού
και Έλληνα προδότη.

Μα, μόλις στο τέλος έφτασε,
έσπασε η φωνή του.
Παρέλυσαν τα χέρια του,
μαύρισε η ματιά του.

Είδε στην πλάκα του χωριού
και τ’ όνομα του γιου του.

Νίκος Τσίντρος

Painting : Tiziano Vecelli – David and Goliath-1544

Leave a Comment