Με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας, κατάκειται εν τω μουσείω ο αρχαίος έφηβος.
Ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του, και φαίνεται ως να προσβλέπη εις το ίδιον σώμά του.
Άρτιος κατά πάντα, ο κορμός αυτού, εκτείνεται, πάλλευκον όνειρον κάλλους και ευρωστίας.
Της γλυκείας ως κόρης και αρρενωπής ως ήρωος μορφής την ελαφράν έπαρσιν ανέχει του εξαισίου τραχήλου η εύγραμμος χάρις.
Ευρείαι φεύγουν οπίσω, από του ηρέμα καμπτομένου αυχένος, αι ισχυραί ωμοπλάται, ενώ προς τα εμπρός ογκούνται τα στέρνα, ρωμαλέα, έντονα, με προεξέχοντας και σφριγώντας τους μαστούς, ωσεί υπεγειρόμενα εκ του πλουσίου χυμού, του κυκλοφορούντος μέσα των.
Υπό βαθείας αύλακος τεμνομένη καταβαίνει η ράχις, μακρά, ευθυτενής, περιβάλλουσα την μαντευομένην υπό το δέρμα κανονικωτάτην των οστών διάπλασιν και την αδιάσπαστον σύνδεσιν.
Λεπτή, με τας πλευράς συμπλεκομένας προς αλλήλας εν αρμονική διαδοχή, γλαφυρά, κολπούται η οσφύς, μαλακώς μετάγουσα, από των στέρνων την ανδρώδη έντασιν, προς της αναθαλλούσης και παλλομένης σαρκός των νώτων την επαφρόδιτον ευμορφίαν και των ισχίων ή των λαγόνων τα εύρυθμα θέλγητρα.
Αναλάμπει, στίλβουσα όλη, ανεπαισθήτως πτυχουμένη πού και πού, η αδρά συγχρόνως και σύμμετρος γαστήρ, εν μέσω της οποίας, ηδύτατα, μόλις διαφαινόμενος, προσμειδιά ο ομφαλός, και υφ ην, ακάλυπτον, ελεύθερον, παμφαές, έκπαγλον, εγείρεται της ήβης το θείον κράτος.
Τολμηροί, εύτορνοι, ακμαίοι, στρογγυλούνται οι μηροί, ίσοι και λείοι βαίνοντες προς τας τεταμένας ιγνύς.
Από των ώμων, εκατέρωθεν, εκ παραλλήλου τω κορμώ, εκφύεται των βραχιόνων η νευρώδης δύναμις, εφ΄ ων κυρτούνται αγερώχως οι μυώνες, κεχωρισμένοι αφ΄ εκάστων ευκρινώς, και συνεχόμενοι αρρήκτως εντοσούτω, ήσυχοι, γαλήνιοι, ωσεί αναπαυόμενοι εν πεποιθήσει υπερτάτ΄ εις εαυτούς.
Αλλ΄ όπου δια του αγκώνος ο πήχυς θα συνεπορπούτο προς τον βραχίονα στερρώς, όπου της κνήμης η θεσπεσία καμπύλη θα συνηρμόζετο προς την θρασείαν ευθύτητα του μηρού, ωσεί πληγή ανώμαλος και βαθεία, με απότομα τα προέχοντα χείλη, μόνη δεικνύει πού θα υπήρχαν αι στιβαραί χείρες, αι δεξιώταται να ρίπτουν τον δίσκον ή να κατάγουν την πυγμήν, οι ευπετείς πόδες, οι προσφορώτατοι δια τον δρόμον ή ανυπέρβλητοι εις το πήδημα.
Ως δι΄ αγνώστου παλάμης, ήτις να ανεμέτρησε το κτύπημα, ήτις να προδιέγραψε το αδίκημα, τας αφήρπασε κατενεχθείσα, κ΄ ελλείπουν αποτετμημέναι.
Όλον το λοιπόν σώμά του, άθικτον, ανέπαφον, έμψυχον, εμφανίζεται, ωσάν προ μιας στιγμής έτι να έλαβε της υπάρξεως το δώρον, να ενεφυσήθη την πνοήν της ζωής.
Από των σκελών μέχρι της κόμης, από της κορυφής μέχρι των ιγνύων, τίποτε δεν αμαυρώνει του θαυμασίου κορμού την αίγλην, τίποτε δεν μιαίνει το γόητρον της λαμπράς όψεως.
Ουδ΄ η παραμικρά προστριβή, ουδέ το απλούστερον ρήγμα, ουδ΄ η ελαχίστη απώλεια, ζημιοί του νεανίου την θαμβούσαν παράστασιν.
Αλλά, μοχθηρώς διακόπτουσα το πάλλευκον όνειρον, εξεγείρουσα βιαίως το όμμα από της αβράς μέθης του, των βραχιόνων η πληγή προβάλλει, και των μηρών χαίνει το τραύμα, ανηλεές και απαίσιον.
Θα έλεγέ τις, ότι κρυφή μοίρα, μυστική νέμεσις, ή αυτή φθονήσασα του απαραμίλλου σώματος την τελειότητα, ή αντιζήλου υπηρετούσα το άγριον μίσος, επίτηδες επέθηκεν αυτώ την βαρείαν και αδυσώπητον χείρά της, και εκείνο μεν αφήκεν αλώβητον από σκοπού, κατέκοψε δε μόνα τα άκρα του, ως δια ν΄ αφαιρέση απ΄ αυτού την ισχύν της κινήσεως, να το καταδικάση εις την οικτράν τύχην να σύρεται εις το εξής, πάγκαλον αλλά κολοβόν, να βλέπη εαυτό εν αδρανεία, να εικονίζη άμα την υψίστην ωραιότητα και την υψίστην ασχημίαν.
Κείται ούτος εκεί, ο νέος, αδυνατών να ανεγερθή, ανίκανος να στηριχθή εις τας χείράς του, ανίκανος να σταθή επί των ποδών του, ως ανάπηρος επί κλίνης νοσοκομείου.
Προς του σώματός του την άσπιλον λευκότητα, πενθίμως αντιτίθεται η μελανότης του υποστηρίγματος, και αριθμός δηλοί υπ΄ αυτό την θέσιν, ην κατέχει εν τω ιδρύματι.
Δια των υέλων των υψηλών παραθύρων καταπίπτει αμυδρόν το φως, σκορπίζον σκυθρωπήν λάμψιν.
Γύρω του, σύντροφοι εν τη συμφορά, ωσάν να εσώρευσε και αυτούς εκεί, παρομοίας κατάρας θύματα, οικτρά της ζωής ερείπια, ησυχίαν από των παθών ζητούντα, λείψανα αναλόγου βίου, η αυτή μοίρα, ευρόντα άσυλον από των θυελλών πολυταράχου υπάρξεως, κατά τον αυτόν τρόπον, επί των μελανών ξυλίνων βάθρων των, ως επί κλινών, απαραλλάκτως εξαπλούνται, πληρούντα πάντα τον χώρον, κυλλά, ή χωλά, ή κατεαγότα, ή συντεθλασμένα παντοίως, χειρουργείου εικόνα παριστώντα, ως ν΄ αναμένουν θα υπέθετες τον μέλλοντα να θεωρήση τας πληγάς των, πλείστ΄ άλλα σώματα και πλείστοι άλλοι κορμοί ως αυτός.
Εν τη διαψύχρω αιθούση με το πλακόστρωτον έδαφος, η σιγή είνε απόλυτος, και άρρητος μελαγχολία βασιλεύει.
Και ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, ο ωραίος έφηβος, φαίνεται ωσάν να προσβλέπη εις το ίδιον σώμά του, και ως αδιόρατον νέφος θλίψεως να σκιάζη την καλήν του μορφήν, την αρρενωπήν και γλυκείαν.
Α! δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν, θριαμβευτής μείραξ, περιήγεν ανά τας στοάς και τα γυμναστήρια της αρχαίας πόλεως την άφατον δόξαν των αμέμπτων μελών του.
Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν στεφανηφόρος αθλητής, έβαλλεν εν τω Σταδίω τον λίθον, ή ενίκα την πάλην, ή συνωμίλει τοις φιλοσόφοις, ή ανήρχετο εις την Ακρόπολιν, άγων τας ιεράς πομπάς.
Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν εξήρχετο από των χειρών του γλύπτου του, κ΄ εξήστραπτεν εν τω εργαστηρίω του, υπό τον αναπεπταμένον αττικόν ουρανόν, υπό την πλήρη λάμψιν του ηλίου, φρίσσων όλος εκ ρώμης και αλκής.
Και δεν εφαντάζετο – α, βεβαίως ποτέ! – την τύχην αυτήν, όταν θνητός αυτός, απετίθετο εν τω ναώ, μέλλων να υποτυπώση του Απόλλωνος ή του Ερμού το αθάνατον είδωλον.
Και ως ηττημένος μαχητής, με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του.
Ακίνητος, με σταθεράς τας κόρας των ομμάτων του, περιάγει εντούτοις θα έλεγες το βλέμμα του, από των νευρωδών ώμων εις τους ευτόρνους μηρούς, από της κολπουμένης οσφύος εις των στέρνων την προβολήν, από των νώτων την παλλομένην και αναθάλλουσαν σάρκα εις της γυμνής ήβης το θείον κράτος.
Καθώς κάμπτει ελαφρώς τον αυχένα, ετάζει θα υπέθετες τον κορμόν, και μελετά τους μυώνας, και επισκοπεί την όλην του κατασκευήν.
Και από καιρού εις καιρόν, εν τη λανθανούση περιπλανήσει του, το βλέμμα αυτού φαίνεται ως να προσκολλάται βαρύ, και εις των γονάτων τας αποτόμους πληγάς, και εις των αγκώνων τα τραχέα τραύματα.
Και παρατηρών αυτόν επί μακρόν, με το αδιόρατον νέφος της θλίψεως όπερ καλύπτει το μέτωπόν του, νομίζεις σχεδόν – είνε άράγε οπτική μόνον απάτη; – ότι σιγηλόν δάκρυ μαρμαίρει ενίοτε μεταξύ των λιθίνων βλεφάρων του…
Marble statue –The Dying Gaul -Capitoline Museums in Rome (Attalus I of Pergamon 230 – 220 BC)