Άκουσα στα χαλάσματα,
φωνές, λυγμούς, κατάρες.
Μάνας που μόλις έχασε,
για πάντα το παιδί της.
Έθαβε τα όνειρα,
που είχε για τον γιο της.
Έθαβε τον κόσμο της,
στα μάτια μου, εμπρός μου.
Έσκαβαν τα νύχια της,
το αίμα μέσ το χώμα.
Και η ψυχή της ούρλιαζε,
χαράκωνε το σώμα.
Τρέμανε τα πόδια μου,
φοβήθηκε η ματιά μου,
τα μάτια της σαν άγγιξαν,
το βλέμμα το δικό μου.
Τα μάτια μου παγώσανε,
χάιδεψα τη σκανδάλη.
Τώρα τι κάνω ο ληστής,
που ‘κλέψα τη ζωή της;
Είναι εχθρός και η ψυχή,
του στρατιώτη η μάνα.
Είναι η κατάρα της φονιάς,
ανάθεμα σε μένα.
Τ’ όπλο είδαν τα μάτια της,
στο στόμα της κατάρα.
Ανάθεμα στον πόλεμο,
και στη στιγμή κατάρα.
Αν θέλεις πυροβόλησε,
αν θέλεις σκότωσε με.
Εσύ τον πόνο μου ‘φερες,
εσύ να τον επάρεις.
Και σαν γυρίσεις σπίτι σου,
στη μάνα σου φονιά μου,
αγκάλιασε την δυνατά,
σφίξ’ την με την ζωή σου.
Αγκάλιασε τη να για δυο,
ζήσε και για το γιο μου.
Όμως μην πεις ποτέ για ‘δω,
γιατί θα την σκοτώσεις.
Νίκος Τσίντρος
Painting : Kathe Kollwitz-peasant war battlefield 1907